σκύψιμο

σκύψιμο
το
κλίση του σώματος προς τα εμπρός: Χρειάζεται σκύψιμο, για να περάσει κανείς απ' αυτή τη χαμηλή πόρτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σκύψιμο — το, Ν η κάμψη τού σώματος ή τού κεφαλιού προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκυψ τού αορ. έ σκυψ α τού σκύβω + κατάλ. ιμο (πρβλ. γράψ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • κατάκυψις — κατάκυψις, ἡ (AM) [κατακύπτω] το σκύψιμο προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • κλίμα — Το σύνολο των μετεωρολογικών καταστάσεων μιας μακροχρόνιας περιόδου, που χαρακτηρίζουν τη μέση ατμοσφαιρική κατάσταση ενός τόπου ή μιας μεγάλης περιοχής της επιφάνειας της Γης, σε συσχετισμό με τις διακυμάνσεις πολυάριθμων κλιματικών στοιχείων,… …   Dictionary of Greek

  • πρόκυψη — η η κάμψη, το σκύψιμο προς τα εμπρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”